- βοηθόος
- βοηθόοςhasting to the cry for helpmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοηθόος — βοηθόος, ον (Α) 1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη 2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)] … Dictionary of Greek
βοηθόε — βοηθόος hasting to the cry for help masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθόοι — βοηθόος hasting to the cry for help masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθόον — βοηθόος hasting to the cry for help masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθόου — βοηθόος hasting to the cry for help masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek
βοαθόος — βοᾱθόος , βοηθόος hasting to the cry for help masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαθόων — βοᾱθόων , βοηθόος hasting to the cry for help masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)